- ακυνήγητος
- -η, -ο [κυνηγώ]1. (για θηράματα) αυτός που δεν τόν κυνήγησαν ή δεν μπορούν να τόν κυνηγήσουν για να τόν συλλάβουν ή να τόν σκοτώσουν2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να υποστεί δίωξη, ο ακαταδίωκτος3. αυτός που δεν επιδιώχθηκε με ζήλο και επιμέλεια.
Dictionary of Greek. 2013.